εναίσιμος

εναίσιμος
-η, -ο
1. που αρμόζει, που πρέπει, κατάλληλος.
2. φρ., «εναίσιμη διατριβή», βλ. διατριβή.

Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого). 2014.

Игры ⚽ Поможем написать реферат

Look at other dictionaries:

  • ἐναίσιμος — ominous masc/fem nom sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • εναίσιμος — η, ο (Α ἐναίσιμος, ον) νεοελλ. «εναίσιμος επί διδακτορίᾳ διατριβή» πρωτότυπη μελέτη που υποβάλλουν πτυχιούχοι πανεπιστημίου για να αναγορευθούν διδάκτορες αρχ. 1. αυτός που προαναγγέλλει το μέλλον («ἐναίσιμα σήματα», Ομ. Ιλ.) 2. αίσιος, ευμενής,… …   Dictionary of Greek

  • ἐναισίμως — ἐναίσιμος ominous adverbial ἐναίσιμος ominous masc/fem acc pl (doric) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ἐναίσιμον — ἐναίσιμος ominous masc/fem acc sg ἐναίσιμος ominous neut nom/voc/acc sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ἐναισίμοις — ἐναίσιμος ominous masc/fem/neut dat pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ἐναισίμους — ἐναίσιμος ominous masc/fem acc pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ἐναισίμῳ — ἐναίσιμος ominous masc/fem/neut dat sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ἐναίσιμα — ἐναίσιμος ominous neut nom/voc/acc pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ἐναίσιμοι — ἐναίσιμος ominous masc/fem nom/voc pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • αίσα — (Aishah, 614; – Μεδίνα 678 μ.X.). Η τρίτη και πιο αγαπημένη από τις συζύγους του Μωάμεθ. Ο προφήτης την παντρεύτηκε όταν η Α. ήταν σε ηλικία επτά ετών, για να εξασφαλίσει την εύνοια του πατέρα της Αμπού Μπακρ, ισχυρού φύλαρχου. Η Α. ήταν η… …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”